Για μένα το θέμα δεν είναι το πως θα περάσεις σ’ ένα άλλο λειτουργικό. Αλλά το πως θα περάσεις στην χρήση άλλων εφαρμογών, αντί αυτών που έμαθες να χρησιμοποιείς… παραδοσιακά. Η συνήθεια είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι μια άλλη εφαρμογή είναι καλύτερη από αυτή που χρησιμοποιείς, δεν μπορείς να ξεφύγεις εύκολα, όταν για χρόνια χρησιμοποιείς κάτι συγκεκριμένο. Δύσκολα μπαίνεις στην διαδικασία να αφήσεις κάτι που το ξέρεις πολύ καλά, για να ασχοληθείς με κάτι καινούργιο.
Έτσι πρέπει να βρεις μία αφορμή για να κάνεις την αλλαγή. Και η καλύτερη αφορμή είναι το οικονομικό. Η πρώτη μεγάλη μου αλλαγή σε κάτι εναλλακτικό, ήταν το OpenOffice. Η επιχείρηση που δούλευα κάποτε επειδή δεν μπορούσε να πληρώνει άδειες χρήσης MS Office για 100+ μηχανήματα και μάλιστα αυτό να πρέπει να το κάνει κάθε μερικά χρόνια που βγαίνει καινούργιο Office, ουσιαστικά ωθήθηκε προς το OpenOffice (που τότε έκανε και τα πρώτα του βήματα). Έτσι κι αλλιώς το Office δεν ήταν κάτι το πολύ σημαντικό για τις εργασίες που γίνονταν, αλλά ήταν βοηθητική εφαρμογή.
Κάπως έτσι… γνωρίστηκα με το OpenOffice. Και σιγά-σιγά μου έγινε απαραίτητο. Ειδικά όταν άνοιξα κι εγώ Net Cafe, δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω MS Office στα PC. Προτιμούσα να χάσω μερικούς πελάτες που ήθελαν αναγκαστικά να χρησιμοποιήσουν MS Office, παρά να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα με την χρήση πειρατικού MS Office. Και δεν υπήρχε καμιά οικονομική δυνατότητα να το αγοράσω.
Ύστερα άρχισα να χρησιμοποιώ και άλλα Open Source ή Free προγράμματα. AVG antivirus, Spybot κλπ για ασφάλεια. Και κάποια στιγμή ήρθε και ο Firefox, αφού την είχα πατήσει με τον IE και τα spyware. Και το θέμα άρχισε να γίνεται και ιδεολογικό. Ο Firefox μπήκε σε όλα τα PC σαν κύριος browser με τον IE κρυμμένο καλά σε διάφορους υποκαταλόγους. Open Source προγράμματα ήταν φάτσα κάρτα στην επιφάνεια εργασίας και προτεινόμενα στους πελάτες. Firefox, OpenOffice, Gimp, Gaim κλπ.
Και φυσικά κι εγώ χρησιμοποιούσα όλο και περισσότερο Open Source προγράμματα. Ακόμη κι αν ήταν χειρότερα ή πιο δύσχρηστα από αντίστοιχα εμπορικά, το είχα πάρει απόφαση. Θα χρησιμοποιούσα από εδώ και πέρα μόνο Open Source. Είχε γίνει τελείως ιδεολογικό το θέμα. Δεν ήθελα να είμαι εξαρτημένος από τις διαθέσεις κάποιας εταιρείας. Ακόμη κι αν πεις ότι θα αγοράσεις κάποιο πρόγραμμα, μετά από λίγα χρόνια που θα βγει νέα έκδοση θα πρέπει να τα ξανασκάσεις και μάλιστα χωρίς να το χρειάζεσαι πολλές φορές, γιατί κάνεις μια χαρά την δουλειά σου και με την παλιά έκδοση. Αλλά αν κάτσεις στην παλιά, αντίο υποστήριξη με patches κλπ.
Κι έτσι κάπως ήρθε η αρχή του τέλους και για τα Windows. Πλέον δεν είμουν εξαρτημένος από συγκεκριμένες εφαρμογές των Windows. Εμφανίστηκε και το Ubuntu με την ευκολία εγκατάστασης και χρήσης. Το Linux γενικά έγινε πιο ώριμο στην υποστήριξη συσκευών. Στην αρχή αντιμετώπισα κάποια προβληματάκια βέβαια με κάποιες συσκευές, drivers, codecs κλπ, χρειάστηκε να ψάξω σε διάφορα howto. Αλλά η κατάσταση βελτιώνεται μέρα με την μέρα. Χρειάζεται όλο και λιγότερο να καταφεύγεις στην κονσόλα. Υπάρχει και το Automatix που αυτοματοποιεί πλέον χρονοβόρες και κουραστικές διαδικασίες. Πλέον δυσκολεύομαι περισσότερο να κάνω μια εγκατάσταση Windows από το να βάλω Linux. Ακόμη και στην αναγνώριση συσκευών. π.χ. Έχω σ’ ένα pc με dual boot, Windows και Ubuntu. Στο Ubuntu δεν είχα κανένα πρόβλημα με καμία συσκευή. Μέχρι και Beryl εγκατέστησα χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία. Στα Windows μέχρι να δουλέψει η κάρτα ήχου μου έβγαλε την πίστη. Για να μην μιλήσω για την αναγκαιότητα να πρέπει να εγκαταστήσεις ένα σωρό μαλακίες για ασφάλεια από ιούς, spyware κλπ.
Συμπέρασμα. Για να περάσει κάποιος σε Linux πρέπει πρώτα να αποτοξινωθεί από κάποιες κλειστές εφαρμογές στα Windows!